ἁπλοῦς,-ῆ,-οῦν

ἁπλοῦς,-ῆ,-οῦν
+ A 0-0-0-1-0=1 Prv 11,25
simple, open, sincere
Cf. HORSLEY 1989, 77; SPICQ 1978a, 125-127; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… …   Dictionary of Greek

  • φιλάπλους — ουν, και ασυναιρ. τ. φιλάπλοος, ον, Α φιλαπλοϊκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἁπλοῦς] …   Dictionary of Greek

  • άπλοος — ἄπλοος, ον κ. ἄπλους, ουν (Α) 1. (για πλοία) αυτός που είναι ακατάλληλος για πλουν 2. (για τη θάλασσα) αυτή στην οποία δεν μπορεί να πλεύσει κανείς …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”